- παράπρασις
- παράπρᾱσις, εως, ἡ,A sale below cost price,
παρασχόμενος -πρασιν τῶν ἐν τῇ ἀγορᾷ πωλουμένων BCH11.307
(Caria, i A.D.), cf. Ἀρχ.Δελτ.2.148 ([place name] Beroea) : pl.,παραπράσεις ποιήσαντα ἐν τῷ μακέλλῳ Inscr.Magn. 179.20
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.